- δίπτυχος
- -η, -ο (AM δίπτυχος, -ον)Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύονεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος1. δεκάποδο καρκινοειδές2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερώναρχ.φρ.1. «δίπτυχοι νεανίαι» — οι δύο νέοι2. «δίπτυχος γλῶσσα» — διπλή, διφορούμενη γλώσσα3. «δίπτυχοι ὀδύναι» — διπλά βάσανα4. «δίπτυχα ποιήσαντες...» — αφού σκέπασαν το κρέας με δύο στρώματα λίπουςII. το ουδ. ως ουσ. το δίπτυχο (AM δίπτυχον)1. κώδικας με δύο δέλτους, δύο πινακίδες2. φορητή εικόνα με δύο ενωμένες πινακίδες που φέρουν γραπτές ή ανάγλυφες παραστάσεις3. ταδίπτυχαδίστηλοι πίνακες με ονόματα ζώντων και τεθνεώτων για να μνημονεύσει ο λειτουργός «ὑπὲρ ὑγείας καὶ ὑπὲρ ἀναπαύσεως» κατά την πρόθεση και κατά τη θεία λειτουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -πτυχος < πτυχή (πρβλ. πολύπτυχος, τρίπτυχος)].
Dictionary of Greek. 2013.